πεπειρότερον

πεπειρότερον
πέπειρος
ripe
adverbial comp
πέπειρος
ripe
masc acc comp sg
πέπειρος
ripe
neut nom/voc/acc comp sg
πέπειρος
ripe
adverbial comp
πέπειρος
ripe
masc acc comp sg
πέπειρος
ripe
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πέπειρος — α, ον, Α 1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος 2. το θηλ. πεπείρα α) ηλικιωμένη β) αυτή που είναι σε ηλικία γάμου 3. μτφ. α) (για πρόσ.) ήπιος, μειλίχιος β) (για ασθένεια) αυτή που έχει φτάσει στο πιο κρίσιμο σημείο της 4. φρ. «πεπειρότερον πτύελον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”